- ἐναργέστατα
- ἐναργήςvisibleadverbial superlἐναργήςvisibleneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐναργεστάτας — ἐναργεστάτᾱς , ἐναργής visible fem acc superl pl ἐναργεστάτᾱς , ἐναργής visible fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργέστατ' — ἐναργέστατα , ἐναργής visible adverbial superl ἐναργέστατα , ἐναργής visible neut nom/voc/acc superl pl ἐναργέστατε , ἐναργής visible masc voc superl sg ἐναργέσταται , ἐναργής visible fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)